τετρώρυγος

τετρώρυγος
τετρ-ώρῠγος, ον,
A = τετρόργυιος, X.Cyn.2.5; cf. δι-, δεκ-ώρυγος.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τετρώρυγος — ον, Α τετρόργυιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + ώρυγος, σπάνια μορφή με την οποία απαντά ως β συνθετικό η λ. ὀργυιά (πρβλ. πεντ ώρυγος)] …   Dictionary of Greek

  • τετρώρυγα — τετρώρυγος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”